ζεφυρηις

ζεφυρηις
    ζεφυρηΐς
    -ΐδος adj. f западный
    

(αὖραι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζεφυρηις" в других словарях:

  • ζεφυρηίς — ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ (Α) (ανώμαλο θηλ. τού ζεφύριος*) αυτή που ανήκει στον θεό Ζέφυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ηίς πρβλ. αλσ ηίς, χλωρ ηίς] …   Dictionary of Greek

  • ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»